μορφασμός — gesticulation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφασμός — ο σύσπαση του προσώπου, η γκριμάτσα, το στραβομουτσούνιασμα: Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε το δώρο μου γιατί μόλις το άνοιξε έκανε ένα μορφασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
MORPHASMUS — Graece μορφασμὸς, genus faltationis apud priscos, quô cum plurimis siguris Protei mutationes referebantur. Sic alia omnium literarum facies repraesentabat: quamobrem ςτοιχεῖα vocârunt, tantâ sane sollertiâ, ut etiam componerent dictiones.… … Hofmann J. Lexicon universale
γκριμάτσα — και γριμάτσα, η στιγμιαία παραμόρφωση τής συνηθισμένης έκφρασης τού προσώπου, μορφασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grimazza (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. grimace, αρχ. ισπ. grimazo)] … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
μπουκίνα — μπουκίνα, ἡ (Μ) μαϊμού, πίθηκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μουκίνα < μοῦκος (< μώκος «κοροϊδευτικός μορφασμός») + κατάλ. ίνα] … Dictionary of Greek
γκριμάτσα — η (λ. ιταλ.), σύσπαση των μυών του προσώπου, μορφασμός: Το μωρό έκλαιγε, και έκανα αστείες γκριμάτσες για να το διασκεδάσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπαικτικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για χλευασμό ή εξαπάτηση, χλευαστικός, περιπαικτικός: Εμπαικτικός μορφασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)